- Πόρτο Ρίκο
- το см. Πουέρτο Ρίκρ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Πουέρτο Ρίκο ή Πόρτο Ρίκο — Νησί της Κεντρικής Αμερικής στις Μεγάλες Αντίλλες, που βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Β και από την Καραϊβική θάλασσα στα Ν· στα Δ χωρίζεται από τα νησιά Ισπανιόλα (ή Αϊτή) μέσω της Διόδου Μόνα (ή διώρυγας της Μόνα).Έχει έκταση 9.103 τ.… … Dictionary of Greek
Αντίλλες — Μεγάλο νησιωτικό σύμπλεγμα της Καραϊβικής θάλασσας, το οποίο αποτελείται από μια μακρά σειρά μεγάλων και μικρών νησιών, που εκτείνονται σε τοξοειδή διάταξη, από τη Φλόριντα των ΗΠΑ έως τις ανατολικές ακτές της Βενεζουέλας. Οι Α. ορίζουν στα Α και … Dictionary of Greek
αποικιοκρατία — Ο όρος αποικία, με το σύγχρονο περιεχόμενό του, σημαίνει μια εδαφική μονάδα έξω από τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους, προς το οποίο συνδέεται με δεσμούς εξάρτησης τόσο στο διοικητικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Η ιστορία της δημιουργίας αποικιών … Dictionary of Greek
Τάινο — οι, Ν εθνολ. λαός Ινδιάνων Αρουάκ, ο οποίος μεταξύ 12ου και 16ου αιώνα ήταν εγκατεστημένος στη νήσο Εσπανιόλα, όπου σήμερα υπάρχουν τα κράτη τής Δομινικανής Δημοκρατίας και τής Αϊτής, στο Πόρτο Ρίκο, στο ανατολικό τμήμα τής Κούβας και σε ένα… … Dictionary of Greek
άβυσσος — Φυσική κοιλότητα στον φλοιό της Γης, πολύ βαθιά και κάθετη. Ά. υπάρχουν τόσο στα τμήματα ξηράς που έχουν αναδυθεί (π.χ. η ά. Μπερταρέλι στην Ιστρία, η Σπλούγκα ντέλα Πρέτα στην Ιταλία, κοντά στη Βερόνα, το βάραθρο του Μπερζέ στη ΝΔ Γαλλία) όσο… … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
καφές — Αρωματικό καρύκευμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του πιο διαδεδομένου νευρικού διεγερτικού αφεψήματος. Προέρχεται από καβουρντισμένα και αλεσμένα σπέρματα του φυτού Cοffea arabica, τροπικού θάμνου της οικογένειας των ρουβιιδών… … Dictionary of Greek
Βερμούδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα του βόρειου Ατλαντικού ωκεανού, που τελεί σε καθεστώς ημιαυτόνομης βρετανικής κτήσης.Η συνολική έκταση των νησιών είναι 53,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 62.997 κάτ. (2000), με ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξης του 0,74% και… … Dictionary of Greek
Βικρέι, Γουίλιαμ — (WilliamVickrey, Βικτόρια, Καναδάς 1914 – 1996). Καναδός οικονομολόγος και μαθηματικός. Αποφοίτησε με το πτυχίο μαθηματικών από το πανεπιστήμιο του Γέιλ το 1935 και έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στα οικονομικά από το πανεπιστήμιο Κολούμπια το 1937.… … Dictionary of Greek
Παλάθιο — (Palacio). Επώνυμο Ισπανών λογοτεχνών. 1. Μανουέλ ντελ (1831 – 1906). Ποιητής. Έγραψε λιβέλους και αντιμοναρχικά σατιρικά ποιήματα. Εξορίστηκε στο Πόρτο Ρίκο το 1867 και γύρισε από εκεί το 1868. Έγραψε επίσης λυρικά ποιήματα και σονέτα. 2.… … Dictionary of Greek
Πόνσε ντε Λεόν, Χουάν — (Ponce de Leon, 1460 – 1521). Ισπανός κονκισταδόρος. Συνόδευσε τον Κολόμβο στην εξερευνητική του αποστολή στην Αμερική στα 1492 93. Το 1508, επικεφαλής αποσπάσματος κατέκτησε το νησί Πόρτο Ρίκο, έγινε κυβερνήτης του και έχτισε την πόλη Σαν Χουάν … Dictionary of Greek